Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το ερμηνευτικό λεξικό

См. также в других словарях:

  • λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …   Dictionary of Greek

  • Αρποκρατίων — (2ος αι. μ.Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος από το Άργος, μαθητής του Αττικού. Έγραψε ερμηνευτικό υπόμνημα στον Πλάτωνα σε 24 βιβλία και πλατωνικό λεξικό σε δύο βιβλία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»